χαρτοσημαίνω

χαρτοσημαίνω
Ν
επικολλώ χαρτόσημο σε έγγραφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόσημο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρτοσημαίνω — χαρτοσημαίνω, χαρτοσήμανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαρτοσημαίνω — χαρτοσήμανα, χαρτοσημάνθηκα, χαρτοσημασμένος, επικολλάω κινητό χαρτόσημο πάνω σε έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτοσήμανση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτοσημαίνω, η επικόλληση κινητού χαρτοσήμου σε δημόσιο ή μη έγγραφο ή σε αίτηση προς τις δημόσιες υπηρεσίες, ενέργεια μέσω τής οποίας το δημόσιο ταμείο προσπορίζεται έσοδα υπό μορφή έμμεσων φόρων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοσήμανση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτοσημαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”